- δυσδάκρυτος
- δυσδάκρυτος, -ον (Α)1. αυτός που αξίζει πολλά δάκρυα2. αυτός που κλαίει πολύ3. φρ. «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσδάκρυτον — δυσδάκρῡτον , δυσδάκρυτος sorely wept masc/fem acc sg δυσδάκρῡτον , δυσδάκρυτος sorely wept neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδάκρυτα — δυσδάκρῡτα , δυσδάκρυτος sorely wept neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδάκρυτε — δυσδάκρῡτε , δυσδάκρυτος sorely wept masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)